- επανακεφαλαίωσις
- ἐπανακεφαλαίωσις, η (Α)ανακεφαλαίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπανακεφαλαίωσις — recapitulation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανακεφαλαίωσιν — ἐπανακεφαλαίωσις recapitulation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπανακεφαλαιώσεως — ἐπανακεφαλαιώσεω̆ς , ἐπανακεφαλαίωσις recapitulation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)